- παραμπυκιζω
- παραμπυκίζωπαρ-αμπῠκίζω(дор. 3 л. sing. impf. παραμπύκιδδε) обматывать повязкой, перевязывать
(κόμαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κόμαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραμπυκίζω — ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Α μσν. παθ. παραμπυκίζομαι έχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον* αρχ. δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμπυξ, υκος «διάδημα» + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
παραμπυκίδδετε — παραμπυκίζω bind with a headband pres imperat act 2nd pl παραμπυκίζω bind with a headband pres ind act 2nd pl παραμπυκίζω bind with a headband imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμπύκιδδε — παραμπυκίζω bind with a headband pres imperat act 2nd sg παραμπυκίζω bind with a headband imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμπυκίζεται — παραμπυκίζω bind with a headband pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)